Ο Βάσος Μικελόπουλος μάζεψε με ακούραστο ζήλο την πιο ακριβή κληρονομιά του και την κατέγραψε στο βιβλίο του <<Όσα η ιστορία αφήνει στο περιθώριο >>, βιβλίο πλημμυρισμένο από τον πλούτο, τον παλμό και τη γοητεία της Πυργιώτικης ζωής ΠΡΙΝ ΧΑΘΕΙ. Του Βάσου του ζήτησα να μου γράψει κάτι για τη Σπιάτζα. Μου έστειλε με απέραντη καλοσύνη το κείμενο που ακολουθεί, μια ιστορία καθημερινότητας γεμάτη νοσταλγία.
<<Αφ’ ότου ήμουν παιδί θυμάμαι με δέος τους απέραντους κι εντυπωσιακούς αμμόλοφους της Σπιάτζας… Όταν έσφιγγαν οι ζέστες, με το κολατσιό μας σ’ ένα καλαθάκι, ξεκινούσαμε πριν ο ήλιος τραβήξει την ανηφόρα και με τα πόδια, ήταν μια ωραία βόλτα τότε που οι άνθρωποι περπατούσαν, φθάναμε. Στήναμε στην άμμο τέσσερα καλάμια και δέναμε σ’ αυτά ένα σεντόνι, για να μας προστατεύει από τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Ήταν τότε που κυκλοφορούσαν κάρα, γαϊδουράκια και ποδήλατα. Ήταν η εποχή που δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη οι αντιηλιακές κρέμες προστασίας, αλλά ούτε καν υπήρχε υποψία για τρύπα του όζοντος. Όλα αυτά εμφανίστηκαν με την πρόοδο και από τη στιγμή που οι άνθρωποι άρχισαν να καταστρέφουν τη γη που πατούν και τον αέρα που αναπνέουν.
Μετά το μπάνιο και την αύρα του Ιονίου πέφταμε σα λιμασμένοι στα φαγώσιμα που περιείχε το καλάθι μας και δεν αφήναμε ούτε ψίχουλο. Η επιστροφή, όταν πλέον έγερνε ο ήλιος ήταν πιο ξεκούραστη, μιας και είχαμε χαρεί την ξενοιασιά μέσα στη φύση και τη δροσιά του υγρού στοιχείου. Ούτε καταλαβαίναμε πότε φτάναμε σπίτι.
Πέρασαν τα χρόνια. Σιγά – σιγά οι ξιφαροκαλύβες, τα πρώτα αυθαίρετα κτίσματα και οι περιφράξεις, ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια, για να κατακλύσουν με άναρχο τρόπο την πανέμορφη Σπιάτζα, χωρίς κάποιο σχεδιασμό, χωρίς προοπτική, χωρίς καμιά υποδομή και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Τότε τα τρόφιμα μέσα στη ζέστη τα συντηρούσε ο πάγος που πουλιόταν από το εργοστάσιο << Δήμητρα Αλφειός>>, γιατί ακόμα δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα ηλεκτρικά ψυγεία και οι καταψύκτες.
Ήταν στη δεκαετία 1950 – 60, όταν ένα πρωί βλέπω τον καλό μου φίλο Γιάννη Τσεμπενέκα (τότε ήταν υπάλληλος στο ΙΚΑ) να με πλησιάζει και να μου λέει:
<<Βάσο, θέλω να μας φτιάσεις στη Σπιάτζα κινηματογράφο. Με την έγκριση και της εκκλησιαστικής επιτροπής, μπορείς να περιφράξεις όσο χώρο είναι απαραίτητος, τελείως δωρεάν>>.
<<Γιάννη μου δεν είναι τόσο απλή υπόθεση ένας κινηματογράφος. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, θα χρειαστεί γεννήτρια, εγκαταστάσεις ηλεκτρικές, περίφραξη, οθόνη, καθίσματα, και το κυριότερο πρέπει να χτίσω ένα μικρό σπιτάκι όπου θα είναι προφυλαγμένα τα μηχανήματα προβολής. Τόσο εύκολο νομίζεις ότι είναι;>>
<<Κάν’ το για το χατίρι μου, για την εκκλησία και για τον κόσμο που δεν έχει καθόλου ψυχαγωγία >>. Είναι αλήθεια πως οι παραθεριστές της Σπιάτζας ήταν πάρα πολλοί, οι περισσότεροι από τους οποίους το χειμώνα ήταν πελάτες του <<REX>>.
Το καλοκαίρι όμως;
Το σκέφθηκα αρκετά και έβαλα εμπρός, αφού ακόμη ήταν χειμώνας. Φρόντισα να βρω γεννήτρια, χτίσαμε το σπιτάκι για τα μηχανήματα, στήθηκε η οθόνη και πλησιάζοντας το καλοκαίρι το θερινό σινεμά της Σπιάτζας έγινε πραγματικότης. Οι παραθεριστές χαιρόντουσαν προκαταβολικά που θα είχαν κάθε βράδυ μέσα στην πόρτα τους το δικό τους κινηματογράφο. Εκείνος που πετούσε από τη χαρά του, φανατικός κινηματογραφόφιλος, ήταν ο σιδεράς το επάγγελμα Κώστας Ζούνης. Το σπίτι του βρισκόταν δίπλα στη περίφραξη και από την πρώτη στιγμή βρισκόταν δίπλα μου να προσφέρει βοήθεια όπου χρειαζόταν. Ένας άνθρωπος λαϊκός και γεμάτος καλοσύνη. Φιλότιμος όσο δεν έπαιρνε, ξεχώριζε για τα αισθήματα και το σεβασμό που διατηρούσε απέναντι σου. Δεν το κρύβω ότι τον συμπαθούσα ιδιαίτερα και ακόμη τον θυμάμαι με αγάπη. Άσε που εθελοντικά περιφρουρούσε τα πάντα γύρω από τον κινηματογράφο.
Τα εγκαίνια ορίστηκαν για την ημέρα που η Σπιάτζα θα είχε πανηγύρι, δηλαδή στη γιορτή του Σωτήρος. Το εισιτήριο προσιτό, πέντε δραχμές. Έδωσα οδηγίες στον ηλεκτρολόγο να <<τραβήξει>> καλώδια μπροστά στην εκκλησία και στο δρόμο που οδηγούσε σ’ αυτήν.
Έφτασε η μέρα, το σκοτάδι άρχισε να πέφτει και όταν η γεννήτρια έστειλε στις λάμπες φως, που φώτισαν την εκκλησία και τη γύρω περιοχή, ήταν για όλους τους παραθεριστές κάτι σαν ανάσταση. Μετά το μαύρο σκοτάδι ήταν πλέον σαν γιορτή. Έλαμψε ο τόπος.
Οι εισπράξεις της πρώτης ημέρας ήσαν υπέρ της εκκλησίας, όπως είχα υποσχεθεί. Οι θεατές ήσαν τόσοι πολλοί που τα παιδιά και αρκετοί μεγάλοι καθόντουσαν κατά γης, στην άμμο.
Γέροι, γριές, μικροί και μεγάλοι, άλλοι ξυπόλητοι, άλλοι με σαγιονάρες, άλλοι με σορτς, γιαγιάδες με ρόμπες και κάποιες μανάδες με τα μικρά από το χέρι ή στην αγκαλιά ερχόντουσαν να περάσουν δυο ώρες ανέμελες και να γελάσουν. Υποθέτω ότι αυτή τη γραφική εικόνα των απλών ανθρώπων, των συμπολιτών μου, δεν την συναντούσες πουθενά. Και ιδίως όταν τελείωνε η ταινία, αποχωρούσαν με τα πρόσωπα τους να λάμπουν από χαρά λες και τους είχες χαρίσει τον παράδεισο. Ήταν η εποχή που ο κόσμος δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι πλησίαζε η στιγμή που η τηλεόραση θα κατέστρεφε αυτόν το <<μικρό παράδεισο>> που απολάμβαναν με πέντε δραχμές, θα απομόνωνε τους ανθρώπους και θα τους υποχρέωνε ν’ ανέχονται όλους αυτούς τους <<παραθυράτους>> που <<τρώγονται>> μεταξύ τους, έτσι για να περνάει η ώρα του αφελούς τηλεθεατή, σε μια εποχή που οι άνθρωποι απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο όλο και περισσότερο.
Κυλούσαν τα βράδια με κινηματογράφο στη Σπιάτζα, με τον Κώστα Ζούνη να πλέει σε πελάγη ευτυχίας που είχε <<τον κινηματογράφο του>>, ελαφρώς ζαλισμένο από τις μπύρες που κατέβαζε και τους παραθεριστές πανευτυχείς. Κάποια βράδια κι ενώ συνεχιζόταν η προβολή διαπίστωσα ότι οι θεατές ήταν περισσότεροι από τα εισιτήρια που είχαν κοπεί. Τι γινότανε άραγε; Είχαμε καμιά λοβιτούρα στο ταμείο ή είχαμε τζαμπατζήδες ουρανοκατέβατους;
Ο Ζούνης ανέλαβε να διαλευκάνει το μυστήριο. Έστησε καρτέρι να εντοπίσει από που εισχωρούσαν οι τόσοι τζαμπατζήδες μικρής κυρίως ηλικίας. Τρύπες στο σύρμα της περίφραξης δεν βρήκαμε, αν πηδούσαν την περίφραξη θα γινόντουσαν αντιληπτοί.
Από πού άραγε έμπαιναν; Ήταν ένα μυστήριο για όλους μας. Ένα βράδυ που είχα πάει νωρίς, την ώρα που άρχιζε η προβολή της ταινίας, βλέπω το Ζούνη που είχε αναλάβει <<περιπολία>> απ’ έξω από την περίφραξη να φτάνει βιαστικά και να μου λέει: <<Έλα αδερφούλη να δεις>>.
Με πάει από την πλευρά που ήταν το σπίτι του και μου δείχνει κάτω από το τσιμεντένιο σενάζι του φράχτη με το συρματόπλεγμα μια τρύπα σα μικρή σήραγγα, όπως αυτές που άνοιγαν στα έργα οι κρατούμενοι σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, για ν’ αποδράσουν.
<<Τι είναι αυτό μέσα στην άμμο;>> ρωτάω το Ζούνη, γιατί μέσα στο σκοτάδι δεν διέκρινα καλά. Σκύβει ο Ζούνης, πέφτει κάτω κάτι πιάνει… και αρχίζει να τραβάει. Ήσαν δυο μακριά πόδια!!!
Τράβαγε, τράβαγε, τράβαγε και στο τέλος με μεγάλη δυσκολία βγάζει από τη <<σήραγγα>> ένα πολύ ψηλό αγόρι της περιοχής που είχε βρει τον τρόπο να βλέπει μαζί με όλα τα παιδιά που είχαν ενημερωθεί για την υπόγεια <<δίοδο>>, κινηματογράφο τζάμπα.
<<Βρε αγόρι μου>>, του λέω, <<υπήρχε λόγος να κουραστείς τόσο για ένα τάλιρο; Δεν μας έλεγες ότι δεν έχεις, να σε αφήναμε να μπεις δωρεάν. Γιατί έκανες τόσο κόπο;>>.
Δεν πήρα απάντηση, γιατί από τη ντροπή του που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω είχε κατεβάσει το κεφάλι και δεν μιλούσε.
<<Βάσο, να τον πλακώσω στις σβερκιές για να το θυμάται;>> μου λέει ο Ζούνης ο οποίος είχε σηκώσει το χέρι πάνω από το σβέρκο του φίλου μας.
<<Όχι>> του κάνω, <<πήγαινέ τον στην είσοδο και πες να τον αφήσουν να μπει να δει το έργο και να μην το ξανακάνει>>.
Και ο Ζούνής ενώ τον έσπρωχνε του έλεγε:
<<Προχώρα ρε γαϊδούρι…. το γλύτωσες το σβέρκωμα. Αν όμως σε ξαναπιάσω… τότε, πού σε πονεί και πού σε σφάζει…. κατάλαβες;
Μίλα ρε… μου σκεπάζατε την τρύπα με σαμάκια για να μην τη δω ε; Φίδι που σ’ έφαγε κακομοίρη μου αν σε ξαναπετύχω. Και που είσαι… το πρωί θα ‘ρθεις να χώσεις την τρύπα που άνοιξες. Πώς χώραγες και πέρναγες δυο μέτρα μαντράχαλος, μου λες;>>
(Απο το βιβλίο ΣΠΙΑΤΖΑ Ταξίδι αναμνήσεων του Δασκάλου Γιάννη Κλουκίνα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου